- υδατοκαλλιέργεια
- η, Ν1. η καλλιέργεια επίγειων φυτών σε άγονο έδαφος, λ.χ. σε καθαρή άμμο, το οποίο ποτίζεται με νερό που εμπεριέχει στην κατάλληλη ποσότητα όλα τα στοιχεία τα οποία το φυτό αντλεί συνήθως από το έδαφος2. εκτροφή υδρόβιων ζώων και καλλιέργεια υδρόβιων φυτών με σκοπό τη διάθεσή τους στο εμπόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + καλλιέργεια].
Dictionary of Greek. 2013.